-
1 фуфайка
-
2 тельник
-а α.1. (απλ.) η φανέλα (εσώρουχο).2. παλ. σταυρός φορούμενος κατάσαρκα.
См. также в других словарях:
φανέλα — και φλανέλλα, η, Ν 1. είδος χνουδωτού υφάσματος με ομαλή επιφάνεια ή με διαγώνιες ραβδώσεις πάνω σε αυτήν, υφασμένο με λαναρισμένα νήματα και με μέγεθος που ποικίλλει από πολύ λίγο μέχρι τόσο πολύ που να επισκιάζει την επιφάνεια τού υφάσματος… … Dictionary of Greek
φανέλα — η (λ. ιταλ.) 1. είδος χνουδωτού υφάσματος μάλλινου ή μπαμπακερού: Το παντελόνι του είναι από φανέλα. 2. μαλακό εσώρουχο μάλλινο ή μπαμπακερό, που φοριέται κατάσαρκα και καλύπτει το πάνω μέρος του σώματος: Αθλητική φανέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)